αμφιγονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμφιγονία | οι | αμφιγονίες |
| γενική | της | αμφιγονίας | των | αμφιγονιών |
| αιτιατική | την | αμφιγονία | τις | αμφιγονίες |
| κλητική | αμφιγονία | αμφιγονίες | ||
| ο πληθυντικός σπάνιος | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμφιγονία < αμφι- + -γονία < γόνος, λόγιο ενδογενές δάνειο: ίσως (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική amphigony
Ουσιαστικό
αμφιγονία θηλυκό
- (βιολογία) η αναπαραγωγή των οργανισμών που απαιτεί ζευγάρωμα δυο ατόμων με διαφορετικό φύλο, το αρσενικό και το θηλυκό
Αντώνυμα
Πηγές
- κεφάλαιο 6. Αναπαραγωγή - Βιολογία Α' Γυμνασίου, Έκδ: Ινστιτούτο Τεχνολογία Υπολογιστών και Εκδόσεων «Διόφαντος», χ.χ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.