μονογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονογένεση | οι | μονογενέσεις |
| γενική | της | μονογένεσης* | των | μονογενέσεων |
| αιτιατική | τη | μονογένεση | τις | μονογενέσεις |
| κλητική | μονογένεση | μονογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μονογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monogenesis < αρχαία ελληνική μόνος + γένεσις
Ουσιαστικό
μονογένεση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.