μοναστηράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοναστηράκι τα μοναστηράκια
      γενική
    αιτιατική το μοναστηράκι τα μοναστηράκια
     κλητική μοναστηράκι μοναστηράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοναστηράκι < μοναστήρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

μοναστηράκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μοναστήρι
  2. Μοναστηράκι: τοπωνύμιο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.