μοναστήριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μοναστήριον τὰ μοναστήρι
      γενική τοῦ μοναστηρίου τῶν μοναστηρίων
      δοτική τῷ μοναστηρί τοῖς μοναστηρίοις
    αιτιατική τὸ μοναστήριον τὰ μοναστήρι
     κλητική ! μοναστήριον μοναστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μοναστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  μοναστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοναστήριον < μονάζω, μονασ- + -τήριον

Ουσιαστικό

μοναστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. ερημητήριο
  2. (εκκλησιαστικός όρος) μοναστήρι, μονή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.