μοιρολάτρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοιρολάτρης οι μοιρολάτρες
      γενική του μοιρολάτρη των μοιρολατρών
    αιτιατική τον μοιρολάτρη τους μοιρολάτρες
     κλητική μοιρολάτρη μοιρολάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοιρολάτρης < μοίρα + -ο- + λάτρης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fataliste[1])

Ουσιαστικό

μοιρολάτρης αρσενικό (θηλυκό: μοιρολάτρισσα)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. μοιρολάτρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.