φαταλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαταλιστής οι φαταλιστές
      γενική του φαταλιστή των φαταλιστών
    αιτιατική τον φαταλιστή τους φαταλιστές
     κλητική φαταλιστή φαταλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαταλιστής < γαλλική fataliste

Ουσιαστικό

φαταλιστής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.