μοιρολατρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοιρολατρικός η μοιρολατρική το μοιρολατρικό
      γενική του μοιρολατρικού της μοιρολατρικής του μοιρολατρικού
    αιτιατική τον μοιρολατρικό τη μοιρολατρική το μοιρολατρικό
     κλητική μοιρολατρικέ μοιρολατρική μοιρολατρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοιρολατρικοί οι μοιρολατρικές τα μοιρολατρικά
      γενική των μοιρολατρικών των μοιρολατρικών των μοιρολατρικών
    αιτιατική τους μοιρολατρικούς τις μοιρολατρικές τα μοιρολατρικά
     κλητική μοιρολατρικοί μοιρολατρικές μοιρολατρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μοιρολατρικός < μοιρολατρία / μοιρολάτρης + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.ɾo.la.tɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοιρολατρικός

Επίθετο

μοιρολατρικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.