μοιρολάτρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοιρολάτρισσα οι μοιρολάτρισσες
      γενική της μοιρολάτρισσας των μοιρολατρισσών
    αιτιατική τη μοιρολάτρισσα τις μοιρολάτρισσες
     κλητική μοιρολάτρισσα μοιρολάτρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοιρολάτρισσα < μοιρολάτρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

μοιρολάτρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.