μνῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μνῆμᾰ | τὰ | μνήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | μνήμᾰτος | τῶν | μνημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | μνήμᾰτῐ | τοῖς | μνήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | μνῆμᾰ | τὰ | μνήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | μνῆμᾰ | μνήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μνήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μνημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μνῆμα, ήδη ομηρικό < θέμα μνη- όπως στο μιμνήσκω [1] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι
Ουσιαστικό
Συνώνυμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μνῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.