εκπατρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκπατρισμός οι εκπατρισμοί
      γενική του εκπατρισμού των εκπατρισμών
    αιτιατική τον εκπατρισμό τους εκπατρισμούς
     κλητική εκπατρισμέ εκπατρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπατρισμός < εκπατρίζομαι + -μός

Ουσιαστικό

εκπατρισμός αρσενικό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.