μετωπικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετωπικότητα | οι | μετωπικότητες |
| γενική | της | μετωπικότητας | των | μετωπικοτήτων |
| αιτιατική | τη | μετωπικότητα | τις | μετωπικότητες |
| κλητική | μετωπικότητα | μετωπικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετωπικότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική frontalité
Ουσιαστικό
μετωπικότητα θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μετωπικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.