μετωπιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετωπιαίος | η | μετωπιαία | το | μετωπιαίο |
| γενική | του | μετωπιαίου | της | μετωπιαίας | του | μετωπιαίου |
| αιτιατική | τον | μετωπιαίο | τη | μετωπιαία | το | μετωπιαίο |
| κλητική | μετωπιαίε | μετωπιαία | μετωπιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετωπιαίοι | οι | μετωπιαίες | τα | μετωπιαία |
| γενική | των | μετωπιαίων | των | μετωπιαίων | των | μετωπιαίων |
| αιτιατική | τους | μετωπιαίους | τις | μετωπιαίες | τα | μετωπιαία |
| κλητική | μετωπιαίοι | μετωπιαίες | μετωπιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετωπιαίος < αρχαία ελληνική μετωπιαῖος < μέτωπον
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.