μετωπιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετωπιαίος η μετωπιαία το μετωπιαίο
      γενική του μετωπιαίου της μετωπιαίας του μετωπιαίου
    αιτιατική τον μετωπιαίο τη μετωπιαία το μετωπιαίο
     κλητική μετωπιαίε μετωπιαία μετωπιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετωπιαίοι οι μετωπιαίες τα μετωπιαία
      γενική των μετωπιαίων των μετωπιαίων των μετωπιαίων
    αιτιατική τους μετωπιαίους τις μετωπιαίες τα μετωπιαία
     κλητική μετωπιαίοι μετωπιαίες μετωπιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετωπιαίος < αρχαία ελληνική μετωπιαῖος < μέτωπον

Επίθετο

μετωπιαίος

  1. σχετικός με το μέτωπο
  2. (ανατομία) που βρίσκεται στο μέτωπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.