τζαμί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τζαμί | τα | τζαμιά |
| γενική | του | τζαμιού | των | τζαμιών |
| αιτιατική | το | τζαμί | τα | τζαμιά |
| κλητική | τζαμί | τζαμιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τζαμί
Ετυμολογία
- τζαμί < (άμεσο δάνειο) τουρκική cami < αραβική جامع (cāmi)
Προφορά
- ΔΦΑ : /d͡zaˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζα‐μί
Ουσιαστικό
τζαμί ουδέτερο
- (ισλαμισμός) μουσουλμανικός ναός, κτήριο όπου συναθροίζονται οι πιστοί του Ισλάμ για να προσευχηθούν.
Συνώνυμα
-
τζαμί στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.