μετασκευή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετασκευή | οι | μετασκευές |
| γενική | της | μετασκευής | των | μετασκευών |
| αιτιατική | τη | μετασκευή | τις | μετασκευές |
| κλητική | μετασκευή | μετασκευές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετασκευή < ελληνιστική κοινή μετασκευή < αρχαία ελληνική μετασκευάζω
Ουσιαστικό
μετασκευή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετασκευάζω
- (ειδικότερα, ναυτικός όρος) η οποιαδήποτε μετατροπή συμβεί σ’ ένα πλοίο μετά την ολοκλήρωση της ναυπήγησης και καθέλκυσής του
-
μετασκευή στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μετασκευή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.