μέταξα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μέταξα | οι | μέταξες |
| γενική | της | μέταξας & μετάξης |
των | μεταξών |
| αιτιατική | τη | μέταξα | τις | μέταξες |
| κλητική | μέταξα | μέταξες | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέταξα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μέταξα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.ta.ksa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐τα‐ξα
- τονικό παρώνυμο: Μεταξά
Μεταφράσεις
μέταξα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.