μεταλογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταλογικός | η | μεταλογική | το | μεταλογικό |
| γενική | του | μεταλογικού | της | μεταλογικής | του | μεταλογικού |
| αιτιατική | τον | μεταλογικό | τη | μεταλογική | το | μεταλογικό |
| κλητική | μεταλογικέ | μεταλογική | μεταλογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταλογικοί | οι | μεταλογικές | τα | μεταλογικά |
| γενική | των | μεταλογικών | των | μεταλογικών | των | μεταλογικών |
| αιτιατική | τους | μεταλογικούς | τις | μεταλογικές | τα | μεταλογικά |
| κλητική | μεταλογικοί | μεταλογικές | μεταλογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταλογικός < μετα- + λογικός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική metalogisch[1])
Επίθετο
μεταλογικός, -ή, -ό
- που δεν συμβαδίζει με τη λογική
- που έχει σχέση με τη μεταλογική ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Αλλά τόσο η φιλοσοφία των μεταλογικών νοημάτων, όσο και η αισθητική αυτών των νοημάτων μένουν και θα μείνουν πάντοτε για μένα terra incognita (Νικόλαος Κάλας, Κείμενα ποιητικής και αισθητικής, εκδ. Πλέθρον, 1982, σελ. 159)
- (ουσιαστικοποιημένο) μεταλογική
Μεταφράσεις
- μεταλογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.