μεταλογική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλογική οι μεταλογικές
      γενική της μεταλογικής των μεταλογικών
    αιτιατική τη μεταλογική τις μεταλογικές
     κλητική μεταλογική μεταλογικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταλογική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metalogic < αρχαία ελληνική μετά + λογική

Ουσιαστικό

μεταλογική θηλυκό

  • (φιλοσοφία) (μαθηματικά) η μεταθεωρία της λογικής· το πεδίο μελέτης/η μελέτη των ιδιοτήτων/χαρακτηριστικών των λογικών συστημάτων.
    (έχει σκέλος φιλοσοφικό και μαθηματικό, συχνά συνδυαστικά· βλ. Bertrand Russell)
    Η μεταλογική προσπαθεί να αποβάλει κάθε αξίωμα από τα μαθητικά και την λογική, και να το αντικαταστήσει με απόδειξη. Αυτό δεν είναι εφικτό να επιτευχθεί συνολικά, όχι λόγω ανθρώπινης ανικανότητας αλλά αποτελεί εγγενή μαθηματικό κανόνα. Όμως είναι εφικτό να επιτευχθεί σε κλειστά λογικά συστήματα, τα οποία δεν εμπεριέχουν όλο το φάσμα της λογικής, παρά αποτελούν αλγόριθμο.

Παράγωγα

  • metalogic στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.