später

Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Επίθετο

später (de)

  1. υστερινός (συγκριτικός βαθμός του spät)
  2. μελλοντικός (σε σχέση με το παρόν)
  3. επόμενος (σε σχέση με το παρελθόν)

Επίρρημα

später (de)

  1. αργότερα (συγκριτικός βαθμός του spät)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.