μεταβαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταβαλλόμενος | η | μεταβαλλόμενη | το | μεταβαλλόμενο |
| γενική | του | μεταβαλλόμενου | της | μεταβαλλόμενης | του | μεταβαλλόμενου |
| αιτιατική | τον | μεταβαλλόμενο | τη | μεταβαλλόμενη | το | μεταβαλλόμενο |
| κλητική | μεταβαλλόμενε | μεταβαλλόμενη | μεταβαλλόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταβαλλόμενοι | οι | μεταβαλλόμενες | τα | μεταβαλλόμενα |
| γενική | των | μεταβαλλόμενων | των | μεταβαλλόμενων | των | μεταβαλλόμενων |
| αιτιατική | τους | μεταβαλλόμενους | τις | μεταβαλλόμενες | τα | μεταβαλλόμενα |
| κλητική | μεταβαλλόμενοι | μεταβαλλόμενες | μεταβαλλόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταβαλλόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα μεταβάλλομαι
Μετοχή
μεταβαλλόμενος, -η, -ο
- αυτός που μεταβάλλεται τώρα
- Στην ομαλά μεταβαλλόμενη κίνηση, η επιτάχυνση είναι σταθερή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.