central
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | central |
| συγκριτικός | more central |
| υπερθετικός | most central |
Επίθετο
central (en)
- κεντρικός, που βρίσκεται στο κέντρο
- ↪ Central Asia/America - Κεντρική Ασία/Αμερική
- κεντρικός, που μπορώ εύκολα να φτάσω από πολλές περιοχές
- ↪ a central district - κεντρική συνοικία
- ↪ a central road - κεντρικός δρόμος
- κεντρικός, το πιο σημαντικό
- κεντρικός, που έχει εξουσία ή έλεγχο άλλων μερών
- ↪ a central artery - κεντρική αρτηρία
- ↪ the central office of the National Bank - το κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τραπέζης
- ↪ the Central Committee - η Κεντρική Επιτροπή
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.