central

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός central
συγκριτικός more central
υπερθετικός most central

Επίθετο

central (en)

  1. κεντρικός, που βρίσκεται στο κέντρο
    Central Asia/America - Κεντρική Ασία/Αμερική
  2. κεντρικός, που μπορώ εύκολα να φτάσω από πολλές περιοχές
    a central district - κεντρική συνοικία
    a central road - κεντρικός δρόμος
  3. κεντρικός, το πιο σημαντικό
    the central idea of the work - η κεντρική ιδέα του έργου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη important
  4. κεντρικός, που έχει εξουσία ή έλεγχο άλλων μερών
    a central artery - κεντρική αρτηρία
    the central office of the National Bank - το κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τραπέζης
    the Central Committee - η Κεντρική Επιτροπή

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

central (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.