Μεσόγεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Μεσόγεια
      γενική των Μεσογείων
    αιτιατική τα Μεσόγεια
     κλητική Μεσόγεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μεσόγεια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεσόγειος στον πληθυντικό

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈso.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μεσόγεια

Κύριο όνομα

Η θέση των Μεσογείων στην Αττική

Μεσόγεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • περιοχή της Αττικής στα ανατολικά του Υμηττού
      Στα Μεσόγεια, το τσιμέντο δεν έχει τέλος. Ο κάμπος της Αττικής έχει δώσει τη θέση του σε πολυκατοικίες και μεζονέτες, τεράστια πολυκαταστήματα, κτίρια γραφείων και βιοτεχνίες, που εξακολουθούν να χτίζονται με φρενήρεις ρυθμούς. Κάθε χρόνο χτίζεται στα Μεσόγεια ένα νέο… χωριό: μόνο πέρυσι εκδόθηκαν 4.000 οικοδομικές άδειες, κυρίως για την ανέγερση νέων οικοδομών, ενώ ο πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε κατά 40% μόνο την προηγούμενη δεκαετία.
    Γιώργος Λιάλιος, Ενα χωριό κάθε χρόνο στα Μεσόγεια, Η Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 2007

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.