μεροληψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεροληψία | οι | μεροληψίες |
| γενική | της | μεροληψίας | των | μεροληψιών |
| αιτιατική | τη | μεροληψία | τις | μεροληψίες |
| κλητική | μεροληψία | μεροληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεροληψία < (καθαρεύουσα) μέρ(ος) + -ο- + -ληψία κατά την ελληνιστική κοινή δωροληψία[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική partialité[2])
Ουσιαστικό
μεροληψία θηλυκό
Αντώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- μεροληψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεροληψία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.