μεροληπτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μεροληπτώ
- υποστηρίζω κάποιο πρόσωπο ή άποψη με μη αντικειμενικό τρόπο, υποκινούμενος αποκλειστικά από προσωπικούς λόγους ή συμφέροντα
Συγγενικά
- μεροληπτικά
- μεροληπτικός
- μεροληψία
- → δείτε τις λέξεις μέρος και λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.