αμεροληψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμεροληψία | οι | αμεροληψίες |
| γενική | της | αμεροληψίας | των | αμεροληψιών |
| αιτιατική | την | αμεροληψία | τις | αμεροληψίες |
| κλητική | αμεροληψία | αμεροληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμεροληψία θηλυκό
- το να είναι κανείς αμερόληπτος, να αποφασίζει ανεπηρέαστος και με αντικειμενικό τρόπο για κάτι
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αμερόληπτος
- αμεροληπτώ
- → δείτε τις λέξεις μέρος και λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.