δωροληψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δωροληψία | οι | δωροληψίες |
| γενική | της | δωροληψίας | των | δωροληψιών |
| αιτιατική | τη | δωροληψία | τις | δωροληψίες |
| κλητική | δωροληψία | δωροληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δωροληψία < ελληνιστική κοινή δωροληψία < αρχαία ελληνική δῶρον + -ληψία
Ουσιαστικό
δωροληψία θηλυκό
- (νομικός όρος) η αποδοχή δώρου, χρηματικού ή γενικά υλικού, για παράβαση καθήκοντος ή νόμου
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δωρολήπτης, δώρο και λαμβάνω
- δωροδόκος
- δωροδόκημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.