μέραρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μέραρχος οι μέραρχοι
      γενική του μέραρχου
& μεράρχου
των μέραρχων
& μεράρχων
    αιτιατική τον μέραρχο τους μέραρχους
& μεράρχους
     κλητική μέραρχε μέραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέραρχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεράρχης με μεταπλασμό σε -αρχος κατά το ναύαρχος[1]

Ουσιαστικό

μέραρχος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.