μεραρχιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεραρχιακός | η | μεραρχιακή | το | μεραρχιακό |
| γενική | του | μεραρχιακού | της | μεραρχιακής | του | μεραρχιακού |
| αιτιατική | τον | μεραρχιακό | τη | μεραρχιακή | το | μεραρχιακό |
| κλητική | μεραρχιακέ | μεραρχιακή | μεραρχιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεραρχιακοί | οι | μεραρχιακές | τα | μεραρχιακά |
| γενική | των | μεραρχιακών | των | μεραρχιακών | των | μεραρχιακών |
| αιτιατική | τους | μεραρχιακούς | τις | μεραρχιακές | τα | μεραρχιακά |
| κλητική | μεραρχιακοί | μεραρχιακές | μεραρχιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μεραρχιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.