μελλοντολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελλοντολογικός η μελλοντολογική το μελλοντολογικό
      γενική του μελλοντολογικού της μελλοντολογικής του μελλοντολογικού
    αιτιατική τον μελλοντολογικό τη μελλοντολογική το μελλοντολογικό
     κλητική μελλοντολογικέ μελλοντολογική μελλοντολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελλοντολογικοί οι μελλοντολογικές τα μελλοντολογικά
      γενική των μελλοντολογικών των μελλοντολογικών των μελλοντολογικών
    αιτιατική τους μελλοντολογικούς τις μελλοντολογικές τα μελλοντολογικά
     κλητική μελλοντολογικοί μελλοντολογικές μελλοντολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελλοντολογικός < μελλοντολόγ(-ος) + -ικός

Ουσιαστικό

μελλοντολογικός θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.