τεκμηριωμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
τεκμηριωμένα < τεκμηριωμένος
Επίρρημα
τεκμηριωμένα
- με τεκμηριωμένο τρόπο, με τρόπο που να μην επιδέχεται επιστημονική αμφισβήτηση, με στοιχεία και ντοκουμέντα, με τεκμηρίωση
Μεταφράσεις
τεκμηριωμένα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.