moins-disant
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | moins-disant | moins-disants |
| θηλυκό | moins-disante | moins-disantes |
moins-disant (fr)
- μικρότερη, λιγότερο ενδιαφέρουσα προσφορά από τις άλλες
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| moins-disant | moins-disants |
moins-disant (fr) αρσενικό
- αναθεώρηση μιας αξίας προς τα κάτω, προς ελάττωση
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.