μεθεόρτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεθεόρτιος | η | μεθεόρτια | το | μεθεόρτιο |
| γενική | του | μεθεόρτιου | της | μεθεόρτιας | του | μεθεόρτιου |
| αιτιατική | τον | μεθεόρτιο | τη | μεθεόρτια | το | μεθεόρτιο |
| κλητική | μεθεόρτιε | μεθεόρτια | μεθεόρτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεθεόρτιοι | οι | μεθεόρτιες | τα | μεθεόρτια |
| γενική | των | μεθεόρτιων | των | μεθεόρτιων | των | μεθεόρτιων |
| αιτιατική | τους | μεθεόρτιους | τις | μεθεόρτιες | τα | μεθεόρτια |
| κλητική | μεθεόρτιοι | μεθεόρτιες | μεθεόρτια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεθεόρτιος < μεσαιωνική ελληνική μεθεόρτιος < μετά + ἑορτή
Επίθετο
μεθεόρτιος, -α, -ο
- που συμβαίνει μετά από μία γιορτή
- (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό μεθεόρτια:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.