προεόρτια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | προεόρτια | ||
| γενική | των | προεόρτιων | ||
| αιτιατική | τα | προεόρτια | ||
| κλητική | προεόρτια | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προεόρτια, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προεόρτιος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
προεόρτια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι ημέρες πριν από μία γιορτή καθώς και οι εορταστικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκειά τους
- (μεταφορικά) τα γεγονότα που προηγούνται μιας εξέλιξης και την προαναγγέλλουν ή την προοικονομούν
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προεόρτια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.