μεγιστοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγιστοποιημένος η μεγιστοποιημένη το μεγιστοποιημένο
      γενική του μεγιστοποιημένου της μεγιστοποιημένης του μεγιστοποιημένου
    αιτιατική τον μεγιστοποιημένο τη μεγιστοποιημένη το μεγιστοποιημένο
     κλητική μεγιστοποιημένε μεγιστοποιημένη μεγιστοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγιστοποιημένοι οι μεγιστοποιημένες τα μεγιστοποιημένα
      γενική των μεγιστοποιημένων των μεγιστοποιημένων των μεγιστοποιημένων
    αιτιατική τους μεγιστοποιημένους τις μεγιστοποιημένες τα μεγιστοποιημένα
     κλητική μεγιστοποιημένοι μεγιστοποιημένες μεγιστοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ʝi.sto.pi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγιστοποιημένος

Μετοχή

μεγιστοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.