ελαχιστοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελαχιστοποιημένος | η | ελαχιστοποιημένη | το | ελαχιστοποιημένο |
| γενική | του | ελαχιστοποιημένου | της | ελαχιστοποιημένης | του | ελαχιστοποιημένου |
| αιτιατική | τον | ελαχιστοποιημένο | την | ελαχιστοποιημένη | το | ελαχιστοποιημένο |
| κλητική | ελαχιστοποιημένε | ελαχιστοποιημένη | ελαχιστοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελαχιστοποιημένοι | οι | ελαχιστοποιημένες | τα | ελαχιστοποιημένα |
| γενική | των | ελαχιστοποιημένων | των | ελαχιστοποιημένων | των | ελαχιστοποιημένων |
| αιτιατική | τους | ελαχιστοποιημένους | τις | ελαχιστοποιημένες | τα | ελαχιστοποιημένα |
| κλητική | ελαχιστοποιημένοι | ελαχιστοποιημένες | ελαχιστοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελαχιστοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελαχιστοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.