επίβλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίβλημα τα επιβλήματα
      γενική του επιβλήματος των επιβλημάτων
    αιτιατική το επίβλημα τα επιβλήματα
     κλητική επίβλημα επιβλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίβλημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίβλημα < αρχαία ελληνική ἐπιβάλλω με θέμα ἐπί- βλη- όπως στο βλῆμα

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.vli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίβλημα

Ουσιαστικό

επίβλημα ουδέτερο

  • (σπάνιο, αρχαιοπρεπές): αυτό που είναι βαλμένο από πάνω, κάλυμμα
    1.  δείτε τις ελληνιστικές σημασίες στο ἐπίβλημα
    2. (ιδίως για αναφορά σε ρουχισμό) όπως για μεσαιωνικά ή αρχαία ιμάτια, χλαμύδες και άλλα εξωτερικά ενδύματα
      χρειάζεται παράθεμα
        Όπως στον ορισμό της λέξης «μεγαλογράμματος» του Μεσαιωνικού Λεξικού του Κριαρά
      (Προκ.[ειμένου] για ιμάτιο) που έχει μεγάλα επιβλήματα σε σχήμα γραμμάτων
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις κάλυμμα, περίβλημα και επίραμμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.