νοιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νοιάζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εννοιάζομαι < αρχαία ελληνική ἔννοια + -άζομαι < ἐν + νόος / νοῦς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɲa.zo.me/
Ρήμα
νοιάζομαι, π.αόρ.: νοιάστηκα, μτχ.π.π.: νοιασμένος, ενεργητικό τριτοπρόσωπο νοιάζει
- με ενδιαφέρει κάτι (ή κάποιος) και ασχολούμαι μ’ αυτό(ν), το(ν) φροντίζω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νοιάζομαι | νοιαζόμουν(α) | θα νοιάζομαι | να νοιάζομαι | ||
| β' ενικ. | νοιάζεσαι | νοιαζόσουν(α) | θα νοιάζεσαι | να νοιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | νοιάζεται | νοιαζόταν(ε) | θα νοιάζεται | να νοιάζεται | ||
| α' πληθ. | νοιαζόμαστε | νοιαζόμαστε νοιαζόμασταν |
θα νοιαζόμαστε | να νοιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | νοιάζεστε | νοιαζόσαστε νοιαζόσασταν |
θα νοιάζεστε | να νοιάζεστε | (νοιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | νοιάζονται | νοιάζονταν νοιαζόντουσαν |
θα νοιάζονται | να νοιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νοιάστηκα | θα νοιαστώ | να νοιαστώ | νοιαστεί | ||
| β' ενικ. | νοιάστηκες | θα νοιαστείς | να νοιαστείς | νοιάσου, νοιάξου | ||
| γ' ενικ. | νοιάστηκε | θα νοιαστεί | να νοιαστεί | |||
| α' πληθ. | νοιαστήκαμε | θα νοιαστούμε | να νοιαστούμε | |||
| β' πληθ. | νοιαστήκατε | θα νοιαστείτε | να νοιαστείτε | νοιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | νοιάστηκαν νοιαστήκαν(ε) |
θα νοιαστούν(ε) | να νοιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω νοιαστεί | είχα νοιαστεί | θα έχω νοιαστεί | να έχω νοιαστεί | νοιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις νοιαστεί | είχες νοιαστεί | θα έχεις νοιαστεί | να έχεις νοιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει νοιαστεί | είχε νοιαστεί | θα έχει νοιαστεί | να έχει νοιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε νοιαστεί | είχαμε νοιαστεί | θα έχουμε νοιαστεί | να έχουμε νοιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε νοιαστεί | είχατε νοιαστεί | θα έχετε νοιαστεί | να έχετε νοιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν νοιαστεί | είχαν νοιαστεί | θα έχουν νοιαστεί | να έχουν νοιαστεί | ||
Μεταφράσεις
νοιάζομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.