μαστωδυνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστωδυνία οι μαστωδυνίες
      γενική της μαστωδυνίας των μαστωδυνιών
    αιτιατική τη μαστωδυνία τις μαστωδυνίες
     κλητική μαστωδυνία μαστωδυνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστωδυνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mastodynia < αρχαία ελληνική μαστός + ὀδῠ́νη

Ουσιαστικό

μαστωδυνία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.