μαρκαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαρκαδόρος | οι | μαρκαδόροι |
| γενική | του | μαρκαδόρου | των | μαρκαδόρων |
| αιτιατική | τον | μαρκαδόρο | τους | μαρκαδόρους |
| κλητική | μαρκαδόρε | μαρκαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαρκαδόρος < (άμεσο δάνειο) ισπανική marcador < marcar + -dor < ιταλική marcare < marca < πρωτογερμανική *markō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *marǵ- (άκρη, σύνορο)
Ουσιαστικό
μαρκαδόρος αρσενικό
- είδος στυλογράφου που έχει υγρό μελάνι και η άκρη γραφής του αποτελείται από μαλακό απορροφητικό υλικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τις μάρκες
- ειδικός αυτόματος μηχανισμός που καταγράφει τις στροφές
Συγγενικά
- μαρκαδοράκι
- → δείτε τη λέξη μάρκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.