μάρκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μάρκα | οι | μάρκες |
| γενική | της | μάρκας | — | |
| αιτιατική | τη | μάρκα | τις | μάρκες |
| κλητική | μάρκα | μάρκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάρκα < ιταλική marca < πρωτογερμανική *markō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *marǵ- (άκρη, σύνορο)
Ουσιαστικό
μάρκα θηλυκό
- σημάδι που επιτρέπει την άμεση αναγνώριση των προϊόντων κάποιας εμπορικής εταιρείας, συνήθως βιομηχανικής
- η ονομασία μιας τέτοιας εταιρείας
- αντικείμενο που χρησιμοποιείται αντί για νόμισμα σε παιχνίδια
- κάθε καζίνο χρησιμοποιεί δικές του μάρκες
- (μεταφορικά) έξυπνος, καταφερτζής
- μην τον βλέπεις έτσι! Είναι πολύ μεγάλη μάρκα αυτός!
Συγγενικά
- αμαρκάριστος
- μαρκαδοράκι
- μαρκαδόρος
- μαρκάρισμα
- μαρκάρω
- ξεμαρκάριστος
- ξεμαρκάρω
Εκφράσεις
- μάρκα μ' έκαψες:
- για να χαρακτηρίσουμε ένα πολύ κακό προϊόν
- μα πας κι αγοράζεις κάτι υπολογιστές "μάρκα μ' έκαψες" για να γλυτώσεις χρήματα και τελικά τα πληρώνεις διπλά
- για να χαρακτηρίσουμε έναν κακό ή πονηρό άνθρωπο
- για να χαρακτηρίσουμε ένα πολύ κακό προϊόν
-
μάρκα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.