μάρκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάρκα οι μάρκες
      γενική της μάρκας
    αιτιατική τη μάρκα τις μάρκες
     κλητική μάρκα μάρκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάρκα < ιταλική marca < πρωτογερμανική *markō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *marǵ- (άκρη, σύνορο)

Ουσιαστικό

μάρκα θηλυκό

  1. σημάδι που επιτρέπει την άμεση αναγνώριση των προϊόντων κάποιας εμπορικής εταιρείας, συνήθως βιομηχανικής
  2. η ονομασία μιας τέτοιας εταιρείας
  3. αντικείμενο που χρησιμοποιείται αντί για νόμισμα σε παιχνίδια
    κάθε καζίνο χρησιμοποιεί δικές του μάρκες
  4. (μεταφορικά) έξυπνος, καταφερτζής
    μην τον βλέπεις έτσι! Είναι πολύ μεγάλη μάρκα αυτός!

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • μάρκα μ' έκαψες:
    1. για να χαρακτηρίσουμε ένα πολύ κακό προϊόν
      μα πας κι αγοράζεις κάτι υπολογιστές "μάρκα μ' έκαψες" για να γλυτώσεις χρήματα και τελικά τα πληρώνεις διπλά
    2. για να χαρακτηρίσουμε έναν κακό ή πονηρό άνθρωπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.