μαραφέτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαραφέτι τα μαραφέτια
      γενική του μαραφετιού των μαραφετιών
    αιτιατική το μαραφέτι τα μαραφέτια
     κλητική μαραφέτι μαραφέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαραφέτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική معرفت‎ (maʼrifet, maʼrıfet) (τουρκική marifet) με αφομοίωση [a]-[i] > [a]-[a] < αραβική مَعْرِفَة (maʕrifa, γνώση) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ɾaˈfe.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαραφέτι

Ουσιαστικό

μαραφέτι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.