μαντζαφλάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντζαφλάρι τα μαντζαφλάρια
      γενική
    αιτιατική το μαντζαφλάρι τα μαντζαφλάρια
     κλητική μαντζαφλάρι μαντζαφλάρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαντζαφλάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μαντζαφλάρι ουδέτερο

  1. (προφορικό) αντικείμενο που δεν γνωρίζουμε τ’ όνομά του
     συνώνυμα: μαραφέτι, μαρκούτσι
  2. (σκωπτικό) το ανδρικό μόριο, το πέος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.