μαραθώνιος
Νέα ελληνικά (el)

από τον μαραθώνιο του Βερολίνου (2018)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαραθώνιος | η | μαραθώνια | το | μαραθώνιο |
| γενική | του | μαραθώνιου | της | μαραθώνιας | του | μαραθώνιου |
| αιτιατική | τον | μαραθώνιο | τη | μαραθώνια | το | μαραθώνιο |
| κλητική | μαραθώνιε | μαραθώνια | μαραθώνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαραθώνιοι | οι | μαραθώνιες | τα | μαραθώνια |
| γενική | των | μαραθώνιων | των | μαραθώνιων | των | μαραθώνιων |
| αιτιατική | τους | μαραθώνιους | τις | μαραθώνιες | τα | μαραθώνια |
| κλητική | μαραθώνιοι | μαραθώνιες | μαραθώνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
επίσης ισχύουν
- γενική ενικού, αρσενικό: του μαραθωνίου
- γενικές πληθυντικού: των μαραθωνίων
- αιτιατική πληθυντικού, αρσενικό: τους μαραθωνίους
Ετυμολογία
- μαραθώνιος < (ελληνιστική κοινή) Μαραθώνιος < αρχαία ελληνική Μαραθών < μάραθον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.ɾaˈθo.ni.os/
Επίθετο
μαραθώνιος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τον Μαραθώνα ή αναφέρεται σ' αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) μαραθώνιος
- (αθλητισμός) αγώνας δρόμου έκτασης 42.195 μέτρων
- (μεταφορικά) μακροχρόνιος (και σημαντικός)
Συγγενικά
- μαραθωνοδρόμος
- υπερμαραθωνοδρόμος
- → δείτε τη λέξη Μαραθώνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.