κρυσταλλομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυσταλλομαντεία οι κρυσταλλομαντείες
      γενική της κρυσταλλομαντείας των κρυσταλλομαντειών
    αιτιατική την κρυσταλλομαντεία τις κρυσταλλομαντείες
     κλητική κρυσταλλομαντεία κρυσταλλομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυσταλλομαντεία < κρύσταλλο + -ο- + μαντεία

Ουσιαστικό

κρυσταλλομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.