μαντάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντάνι τα μαντάνια
      γενική του μαντανιού των μαντανιών
    αιτιατική το μαντάνι τα μαντάνια
     κλητική μαντάνι μαντάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαντάνι < μπατάνι / μπατάν < τουρκική battaniye (κουβέρτα)

Ουσιαστικό

μαντάνι ουδέτερο

Συγγενικά

  • αμαντάνιστος
  • μαντανίζω
  • μπατανία
  • μπαταντζής

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.