μπατανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπατανία οι μπατανίες
      γενική της μπατανίας των μπατανιών
    αιτιατική την μπατανία τις μπατανίες
     κλητική μπατανία μπατανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπατανία < (άμεσο δάνειο) τουρκική battaniye < αραβική بطانية (baṭṭāniyya)

Ουσιαστικό

μπατανία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.