ντριστέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντριστέλα | οι | ντριστέλες |
| γενική | της | ντριστέλας | των | ντριστελών |
| αιτιατική | την | ντριστέλα | τις | ντριστέλες |
| κλητική | ντριστέλα | ντριστέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντριστέλα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική draşteală (drîşteală / tristella) (γναφείο) [1]
Ουσιαστικό
ντριστέλα θηλυκό
- (παρωχημένο) κατασκευή σε μέρος με φυσικό ή τεχνητό καταρράκτη, για την κατεργασία (ή το πλύσιμο) των ρούχων, των κλινοσκεπασμάτων ή διαφόρων υφαντών με τη βοήθεια της πίεσης, της περιδίνησης και της ανάδευσης του νερού
Συνώνυμα
- (καθαρεύουσα): υδατοκρουστήριον
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
ντριστέλα
|
- Οικονόμου Κωνσταντίνος, Τοπωνυμικό Ζαγορίου, Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1986, σελ. 812.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.