μανουάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μανουάλι | τα | μανουάλια |
| γενική | του | μανουαλιού | των | μανουαλιών |
| αιτιατική | το | μανουάλι | τα | μανουάλια |
| κλητική | μανουάλι | μανουάλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανουάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μανουάλι(ο)ν < μεσαιωνική λατινική (candelabrum) manuale (κηροπήγιο φορητό) < λατινική manus

Μανουάλι στο οποίο καίνε τέσσερα κεριά.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.nuˈa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νου‐ά‐λι
Ουσιαστικό
μανουάλι ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος, χριστιανισμός) αντικείμενο σε ναό με επιδαπέδια βάση και υποδοχές για κεριά (κηροπήγιο) ή δοχείο με άμμο, στο οποίο οι εκκλησιαζόμενοι τοποθετούν τα αναμμένα κεριά τους
- μανάλι (λαϊκότροπο)
- μανουάλιο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μανουάλι
|
Πηγές
- μανουάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μανουάλι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.