μανουάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανουάλι τα μανουάλια
      γενική του μανουαλιού των μανουαλιών
    αιτιατική το μανουάλι τα μανουάλια
     κλητική μανουάλι μανουάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανουάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μανουάλι(ο)ν < μεσαιωνική λατινική (candelabrum) manuale (κηροπήγιο φορητό) < λατινική manus
Μανουάλι στο οποίο καίνε τέσσερα κεριά.

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.nuˈa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μανουάλι

Ουσιαστικό

μανουάλι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.