maniac
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| maniac | maniacs |
Ετυμολογία
- maniac < (άμεσο δάνειο) γαλλική maniaque < υστερολατινική maniacus < αρχαία ελληνική μανιακός < αρχαία ελληνική μανία. Μορφολογικά αναλύεται σε mania + επίθημα -ac
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmeɪniˌæk/
Ουσιαστικό
maniac (en)
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη madman
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.