maniac

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
maniac maniacs

Ετυμολογία

maniac < (άμεσο δάνειο) γαλλική maniaque < υστερολατινική maniacus < αρχαία ελληνική μανιακός < αρχαία ελληνική μανία. Μορφολογικά αναλύεται σε mania + επίθημα -ac

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmeɪniˌæk/

Ουσιαστικό

maniac (en)

  1. ο μανιακός, που υποφέρει από μια μανία, που συμπεριφέρεται με εξαιρετικά επικίνδυνο, βίαιο ή τρελό τρόπο
    He is a dangerous maniac.
    Είναι επικίνδυνος μανιακός.
  2. ο μανιακός με κάτι, φανατικός
    He is a maniac about cleaning.
    Είναι μανιακός με καθαριότητα.

Συνώνυμα

  •  δείτε τη λέξη madman

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.