μαγειρεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μαγειρεῖον τὰ μαγειρεῖ
      γενική τοῦ μαγειρείου τῶν μαγειρείων
      δοτική τῷ μαγειρεί τοῖς μαγειρείοις
    αιτιατική τὸ μαγειρεῖον τὰ μαγειρεῖ
     κλητική ! μαγειρεῖον μαγειρεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαγειρείω
γεν-δοτ τοῖν  μαγειρείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγειρεῖον, ήδη τον 4ο αιώνα στον Αριστοτέλη < μάγειρ(ος) + -εῖον

Ουσιαστικό

μαγειρεῖον ουδέτερο

  1. κρεοπωλείο, χασάπικο
  2. μαγειρείο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μάγειρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.