μέλαθρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μέλαθρον τὰ μέλαθρ
      γενική τοῦ μελάθρου τῶν μελάθρων
      δοτική τῷ μελάθρ τοῖς μελάθροις
    αιτιατική τὸ μέλαθρον τὰ μέλαθρ
     κλητική ! μέλαθρον μέλαθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελάθρω
γεν-δοτ τοῖν  μελάθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέλαθρον < αβέβαιης ετυμολογίας.
Η εκδοχή όπως στο Μέγα Ετυμολογικόν [1], για προέλευση από την αρχαία λέξη μέλας, μαύρος, επειδή η κύρια δοκός που υποβάσταζε τη στέγη της οικίας ήταν μαύρη από τη φωτιά και τον καπνό της εστίας («ἀπὸ τοῦ μελαίνεσθαι ὑπὸ τοῦ καπνοῦ») είναι παρετυμολογική [2]
Δεν είναι τεκμηριωμένη ούτε η άποψη ότι[2] είναι συγγενικό με το ομηρικό βλωθρός < *μλωθρός (ψηλός και λεπτός) και το αρχαίο ινδικό murdhan (κεφαλή, κορυφή) ([3]) ή με το κμέλεθρον (δοκός)
Ο Beekes [4] υποθέτει προελληνική προέλευση.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) μέλαθρον νέα ελληνικά: μέλαθρο

Ουσιαστικό

μέλαθρον ουδέτερο

  1. το δοκάρι της στέγης, το εσωτερικό της στέγης που στηρίζει την οροφή και προεξέχει
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 544
    ἂψ δ' ἐλθὼν κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ
    Εκείνος [ο αετός στο όνειρό της] όμως ξαναγύρισε, κάθησε τώρα στο ψηλότερο μπρέκι της στέγης
    [Μιλάει η Πηνελόπη στον Οδυσσέα] Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  2. (συνεκδοχικά) η στέγη, η οροφή
  3. (συνεκδοχικά) η κατοικία, το οίκημα
  4. το ανάκτορο, το μέγαρο, το παλάτι
  5. η κεντρική αίθουσα του αρχαϊκού ανακτόρου

Αναφορές

  1. ΕΜ.576.16 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
  2. «μέλαθρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
  4. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.